- Ἀμίαντος
- Ἀμίαντοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμίαντος — undefiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… … Dictionary of Greek
αμίαντος — η, ο αμόλυντος, αγνός: Και τις εκκλησίες ακόμη οι εισβολείς δεν τις άφησαν αμίαντες. αμίαντος, ο και αμίαντο, το ορυκτό ινώδες, άφλεκτο· χρησιμοποιείται και ως πυρίμαχο υλικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμιάντως — ἀμίαντος undefiled adverbial ἀμίαντος undefiled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίαντον — ἀμίαντος undefiled masc/fem acc sg ἀμίαντος undefiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμιάντοις — Ἀμίαντος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιάντοις — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμιάντου — Ἀμίαντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιάντου — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμιάντους — Ἀμίαντος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)